βραχυκύκλωμα

βραχυκύκλωμα
Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση που είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να αντέχει σε ορισμένη ένταση ρεύματος. Αν, για παράδειγμα, ένας λαμπτήρας πυράκτωσης που έχει αντίσταση R = 110Ω και λειτουργεί με τάση 220V διαρρέεται από ρεύμα έντασης 2Α. Ας υποθέσουμε ότι στα δύο άκρα του λαμπτήρα συνδέουμε σύρμα με μεγάλη διάμετρο και συνεπώς μικρής αντίστασης 1Ω. Με αυτή την παράλληλη σύνδεση η ολική αντίσταση του κυκλώματος μειώνεται και γίνεται Rολ = 110/111Ω με αποτέλεσμα η ένταση του ρεύματος, η οποία περνά από τους αγωγούς του κυκλώματος, να γίνει 222Α. Εξαιτίας του φαινομένου Τζάουλ, βάσει του οποίου η ενέργεια που καταναλώνεται στα άκρα ενός αγωγού αντίστασης R είναι V2/R, διαφαίνεται ότι όσο μικρότερη είναι η αντίσταση, τόσο μεγαλύτερη αποβαίνει η ενέργεια. Η τεράστια κατανάλωση ενέργειας μπορεί να έχει καταστρεπτικές συνέπειες (υπερθέρμανση μέχρι την τήξη και την εξαέρωση των αγωγών, καταστροφή της εγκατάστασης κλπ.). Ευρύτερη συνέπεια είναι η δημιουργία σοβαρών ατυχημάτων με την πρόκληση πυρκαγιών μεγάλης έντασης. Για την προφύλαξη από τα αποτελέσματα των β. χρησιμοποιούνται οι ασφάλειες, δηλαδή τεμάχια εύτηκτων αγωγών τα οποία παρεμβάλλονται σε σειρά ή αυτόματοι ηλεκτρομαγνητικοί αποζεύκτες, που αποκόπτουν αυτόματα το κύκλωμα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις όπου το β., εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας θερμότητας που ελκύει, χρησιμοποιείται για την επίτευξη χρήσιμων αποτελεσμάτων, όπως το άναμμα λυχνιών βολταϊκού τόξου, η ηλεκτροσυγκόλληση των μετάλλων κλπ.
* * *
το
σκόπιμη ή τυχαία σύνδεση δύο ή περισσότερων σημείων ενός κυκλώματος τα οποία σε κανονικές συνθήκες βρίσκονται υπό διαφορετικές τάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βραχυκύκλωμα — το ηλεκτρικό φαινόμενο που συμβαίνει όταν ενώνονται, μέσω ενός αγωγού μικρής αντίστασης, δύο σημεία με διαφορά δυναμικού: Το διαμέρισμα έπιασε φωτιά εξαιτίας βραχυκυκλώματος στον ηλεκτρικό του πίνακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυκυκλώνω — [βραχυκύκλωμα] 1. θέτω σε βραχυκύκλωση, δηλαδή αποκαθιστώ σύνδεση βραχυκυκλώματος σ ένα ηλεκτρικό κύκλωμα 2. παγιδεύω κάποιον περιορίζοντας την ελευθερία κινήσεων ή ενεργειών του …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • βραχυκυκλώνω — βραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: βραχυκυκλώνω : χρησιμοποιείται και με την έννοια βραχυκυκλώνομαι (→ παθαίνω βραχυκύκλωμα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”